προσφευκτέον

Revision as of 19:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A one must be liable to a prosecution besides, D.37.38 (or divisim).

Greek (Liddell-Scott)

προσφευκτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ εἶναι ὑποκείμενος εἰς καταδίωξιν προσέτι, Δημ. 977. 27.

Greek Monotonic

προσφευκτέον: ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει κάποιος να του ασκήσει επιπλέον δίωξη, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προσφευκτέον: adj. verb. к προσφεύγω.