προσφεύγω
English (LSJ)
flee for refuge to, c. dat., Plu.Pomp.46, Cic.3, POxy. 488.23 (ii A.D.), cf. J.AJ1.19.8, Sm.Ez.29.16.
German (Pape)
[Seite 786] (s. φεύγω), hinzufliehen, seine Zuflucht wozu nehmen, τοῖς βωμοῖς Plut. Pomp. 46, u. a. Sp. – Aber οὐκ εἶναι δίκην προσφευκτέον, Dem. 37, 38, ist = er muß nicht einer Klage ausgesetzt sein.
French (Bailly abrégé)
se réfugier auprès de, τινι.
Étymologie: πρός, φεύγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-φεύγω zijn toevlucht nemen tot, met dat.
Russian (Dvoretsky)
προσφεύγω:
1 прибегать (в поисках защиты), искать убежища (τοῖς βωμοῖς Plut.);
2 юр. быть преследуемым по закону, быть обвиняемым (τι Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
προσφεύγω: φεύγω, καταφεύγω πρός τινα ἢ πρός τι ζητῶν καταφυγήν, τινὶ Πλουτ. Πομπ. 46, Κικ. 3, κτλ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ φεύγω
καταφεύγω σε κάποιον ή κάπου ζητώντας προστασία και βοήθεια (α. «κυνηγημένοι από τον εχθρό προσέφυγαν στο κάστρο» β. «ἐκπίπτων δὲ καὶ περιωθούμενος ὁ Πομπήιος ἠναγκάζετο δημαρχοῦσι προσφεύγειν», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. (νομ.) καταθέτω προσφυγή σε αρμόδια επίσημη αρχή για την ακύρωση, ανάκληση ή μετατροπή μιας επίσημης απόφασης ή πράξης («προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας»)
2. φρ. α) «προσφεύγω σε κάθε μέσο» — χρησιμοποιώ κάθε δυνατό μέσο, κάνω το παν
β) «προσφεύγω στα όπλα» — κηρύσσω τον πόλεμο.
Greek Monotonic
προσφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, καταφεύγω σε κάποιον για να βρω άσυλο, τινί, σε Πλούτ.