προϋπορρίπτω

Revision as of 21:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A cast under first, Sor.2.13 (Pass.).

Greek Monolingual

Α
ρίχνω προηγουμένως κάτι κάτω από κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ὑπορρίπτω «ρίχνω από κάτω»].