προϋπορρίπτω

From LSJ

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προϋπορρίπτω Medium diacritics: προϋπορρίπτω Low diacritics: προϋπορρίπτω Capitals: ΠΡΟΫΠΟΡΡΙΠΤΩ
Transliteration A: proüporríptō Transliteration B: prouporriptō Transliteration C: proyporripto Beta Code: prou+porri/ptw

English (LSJ)

cast under first, Sor.2.13 (Pass.).

Greek Monolingual

Α
ρίχνω προηγουμένως κάτι κάτω από κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ὑπορρίπτω «ρίχνω από κάτω»].