ὑπορρίπτω

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπορρίπτω Medium diacritics: ὑπορρίπτω Low diacritics: υπορρίπτω Capitals: ΥΠΟΡΡΙΠΤΩ
Transliteration A: hyporríptō Transliteration B: hyporriptō Transliteration C: yporripto Beta Code: u(porri/ptw

English (LSJ)

A throw down or under, ὑ. τινὰ τοῖς θηρίοις throw him to the wild beasts, Plu.Eum.17; πικροῖς δεσπόταις ὑ. ἑαυτούς Ph.1.376; so ὑπορριπτέω, App.Mith.38; πᾶν γένος δελέατος ὑπερρίπτει prob. cj. in Plb.29.8.3.
2 insert under, ὑπορρίπτειν τὸ σπαθίον ὑπὸ τοὺς χιτῶνας Hippiatr.20.

French (Bailly abrégé)

1 jeter sous;
2 soumettre.
Étymologie: ὑπό, ῥίπτω.

German (Pape)

(ῥίπτω), darunter werfen, vorwerfen, τινὰ τοῖς θηρίοις Plut. Eumen. 17, und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

ὑπορρίπτω: подбрасывать, бросать (τινὰ τοῖς θηρίοις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπορρίπτω: ῥίπτω ὑποκάτω, ὑπ. τινὰ τοῖς θηρίοις, ῥίπτω τινὰ εἰς τὰ ἄγρια θηρία, Πλουτ. Εὐμέν. 17· πικροῖς δεσπόταις ὑπ. ἑαυτοὺς Φίλων 1. 376 οὕτως, ὑπορριπτέω, Ἀππ. Μιθρ. 38, Γρηγ. Ναζ. σ. 119, 16.

Greek Monolingual

-έω, Α
ὑπορρίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ὑπορρίπτω κατά τα συνηρημένα].
Α ῥίπτω
ρίχνω από κάτω και μπροστά.

Greek Monotonic

ὑπορρίπτω: μέλ. -ψω, ρίχνω από κάτω, ὑπορρίπτω τινὰ τοῖς θηρίοις, ρίχνω κάποιον στα άγρια θηρία, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. ψω
to throw under, ὑπ. τινὰ τοῖς θηρίοις to throw him to the wild beasts, Plut.