πυρρότριχος

Revision as of 21:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A = πυρρόθριξ, Theoc.8.3.

Greek (Liddell-Scott)

πυρρότρῐχος: -ον, = πυρρόθριξ, Θεόκρ. 8. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο / πυρρότριχος, -ον, και πυρρόθριξ, -ότριχος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και πυρσόθριξ, -ότριχος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πυρρόξανθα μαλλιά, κοκκινομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός / πυρσός «ερυθρός, κοκκινωπός» + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό-τριχος / λευκό-θριξ)].

Greek Monotonic

πυρρότρῐχος: -ον, = πυρρόθριξ, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρρότριχος -ον gen. van πυρρόθριξ.

Russian (Dvoretsky)

πυρρότρῐχος:
I gen. к πυρρόθριξ.
Theocr. = πυρρόθριξ.

Middle Liddell

πυρρό-τρῐχος, ον, = πυρρόθριξ, Theocr.]