πόδιον

Revision as of 21:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό, Dim. of πούς, Epich.57, Hp.Epid.7.52;    A foot of a vase, BGU781i15 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 643] τό, 1) dim. von πούς; Epicharm. bei Ath. III, 105 b; Arist. u. Folgde. – 2) = ποδεῖον.

Greek (Liddell-Scott)

πόδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πούς, Ἐπίχ. 27 Αhr.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ πους, ποδός]]
μσν.
πόδας ιστίου, σκότα
αρχ.
1. βάση, στύλος αγγείου
2. αρχιτ. η πρώτη σειρά τών καθισμάτων γύρω από την κονίστρα του ρωμαϊκού αμφιθεάτρου.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόδιον -ου, τό [πούς] voetje.