πόδιον

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόδιον Medium diacritics: πόδιον Low diacritics: πόδιον Capitals: ΠΟΔΙΟΝ
Transliteration A: pódion Transliteration B: podion Transliteration C: podion Beta Code: po/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of πούς, Epich.57, Hp.Epid.7.52; foot of a vase, BGU781i15 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 643] τό, 1) dim. von πούς; Epicharm. bei Ath. III, 105 b; Arist. u. Folgde. – 2) = ποδεῖον.

Greek (Liddell-Scott)

πόδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πούς, Ἐπίχ. 27 Αhr.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ πους, ποδός]]
μσν.
πόδας ιστίου, σκότα
αρχ.
1. βάση, στύλος αγγείου
2. αρχιτ. η πρώτη σειρά τών καθισμάτων γύρω από την κονίστρα του ρωμαϊκού αμφιθεάτρου.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόδιον -ου, τό [πούς] voetje.