πόδιον
From LSJ
Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist
English (LSJ)
τό, Dim. of πούς, Epich.57, Hp.Epid.7.52; foot of a vase, BGU781i15 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 643] τό, 1) dim. von πούς; Epicharm. bei Ath. III, 105 b; Arist. u. Folgde. – 2) = ποδεῖον.
Greek (Liddell-Scott)
πόδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πούς, Ἐπίχ. 27 Αhr.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ πους, ποδός]]
μσν.
πόδας ιστίου, σκότα
αρχ.
1. βάση, στύλος αγγείου
2. αρχιτ. η πρώτη σειρά τών καθισμάτων γύρω από την κονίστρα του ρωμαϊκού αμφιθεάτρου.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόδιον -ου, τό [πούς] voetje.