σεπτικός

Revision as of 22:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A reverential, of words, Id. s.v. ἠθεῖος, Suid. s.v. πάππα.

German (Pape)

[Seite 872] zur Verehrung gehörig, verehrend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σεπτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς σεβασμὸν ἀνήκων, δηλῶν σέβας ἐπὶ λέξεων, Ἡσύχ. Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σεπτός
(για λέξη) αυτός που δηλώνει σεβασμό, εκτίμηση.