συλλανθάνω

Revision as of 23:24, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A escape at the same time, τὴν Ἥραν καὶ τὸν ἔλεγχον Gp.11.22.1, cf. Afric.Cest.p.23 V.

German (Pape)

[Seite 975] (s. λανθάνω), mit oder zusammen verborgen sein, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συλλανθάνω: διαλανθάνω, διαφεύγω συγχρόνως, «συλλαθεῖν ἐπειρᾶτο (ὁ Ζεὺς δηλ.) τὴν Ἥραν καὶ τὸν ἔλεγχον» Γεωπ. 11, 22, 1.

Greek Monolingual

ΜΑ λανθάνω
διαφεύγω από την προσοχή κάποιου μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.

Greek Monolingual

ΜΑ λανθάνω
διαφεύγω από την προσοχή κάποιου μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.