συλλανθάνω
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
escape at the same time, τὴν Ἥραν καὶ τὸν ἔλεγχον Gp.11.22.1, cf. Afric.Cest.p.23 V.
German (Pape)
[Seite 975] (s. λανθάνω), mit oder zusammen verborgen sein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συλλανθάνω: διαλανθάνω, διαφεύγω συγχρόνως, «συλλαθεῖν ἐπειρᾶτο (ὁ Ζεὺς δηλ.) τὴν Ἥραν καὶ τὸν ἔλεγχον» Γεωπ. 11, 22, 1.
Greek Monolingual
ΜΑ λανθάνω
διαφεύγω από την προσοχή κάποιου μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.