συνερύω

Revision as of 07:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Ion. συνειρύω,    A draw together, in aor. Pass., ὁκόταν . . συνειρυσθῇ ὑπὸ τοῦ ῥίγεος Hp.Morb.1.26: pf. Pass. συνείρ<υ>ται· συνέσπασται, Hsch.    2 metaph. in Act., τίς σε δαιμόνων κακῇ ἀθυμίῃ ξυνείρυσεν; Epigr. ap. D.L.2.112.

Greek Monolingual

και ιων. τ. συνειρύω Α
συνέλκω, συσπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐρύω «έλκω, σύρω»].

Russian (Dvoretsky)

συνερύω: (impf. συνείρυον) втягивать, вовлекать, (ἀθυμίῃ τινά Diod.).