συνοφρύωμα

Revision as of 08:03, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A meeting of the eyebrows, frowning Sch.Il.17.136, EM364.8.

Greek (Liddell-Scott)

συνοφρύωμα: τό, ἡ τῶν ὀφρύων συνάντησιςἕνωσις, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ρ. 136, Ἐτυμολ. Μέγ.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ [[συνοφρυοῡμαι / -ώνομαι]]
σούφρωμα τών φρυδιών από λύπη ή δυσαρέσκεια.