συνυπόληψις

Revision as of 08:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

late Dor. -λᾱμψις, εως, ἡ,    A support, relief, τᾶς πόλεως IG5(1).1146.21 (Gytheum, i B.C.).

Greek Monolingual

-ήψεως, και δωρ. τ. συνυπόλαμψις, -άμψεως, ἡ, Α συνυπολαμβάνω
η ενέργεια του συνυπολαμβάνω, υποστήριξη, βοήθεια.