σύνοξυς
English (LSJ)
υ, A pointed, ῥίζα Thphr.HP1.6.8.
German (Pape)
[Seite 1031] υ, geschärft, spitz zugehend, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
σύνοξυς: υ, ὁ εἰς ὀξὺ σημεῖον ἀπολήγων, σουβλερός, «μυτερός», ἡ μὲν ῥίζα λεπτοτέρα πρὸς τὸ πόρρω καὶ ἀεὶ σύνοξυς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 8.
Greek Monolingual
-υ, Α ὀξύς
μυτερός, σουβλερός («ἡ μὲν ῥίζα λεπτοτέρα πρὸς τὸ πόρρω καὶ ἀεὶ σύνοξυς», Θεόφρ.).