σύνοξυς

Revision as of 08:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

υ,    A pointed, ῥίζα Thphr.HP1.6.8.

German (Pape)

[Seite 1031] υ, geschärft, spitz zugehend, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σύνοξυς: υ, ὁ εἰς ὀξὺ σημεῖον ἀπολήγων, σουβλερός, «μυτερός», ἡ μὲν ῥίζα λεπτοτέρα πρὸς τὸ πόρρω καὶ ἀεὶ σύνοξυς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 8.

Greek Monolingual

-υ, Α ὀξύς
μυτερός, σουβλερός («ἡ μὲν ῥίζα λεπτοτέρα πρὸς τὸ πόρρω καὶ ἀεὶ σύνοξυς», Θεόφρ.).