σύνοξυς

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνοξυς Medium diacritics: σύνοξυς Low diacritics: σύνοξυς Capitals: ΣΥΝΟΞΥΣ
Transliteration A: sýnoxys Transliteration B: synoxys Transliteration C: synoksys Beta Code: su/nocus

English (LSJ)

υ, pointed, ῥίζα Thphr. HP 1.6.8.

German (Pape)

[Seite 1031] υ, geschärft, spitz zugehend, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σύνοξυς: υ, ὁ εἰς ὀξὺ σημεῖον ἀπολήγων, σουβλερός, «μυτερός», ἡ μὲν ῥίζα λεπτοτέρα πρὸς τὸ πόρρω καὶ ἀεὶ σύνοξυς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 8.

Greek Monolingual

-υ, Α ὀξύς
μυτερός, σουβλερός («ἡ μὲν ῥίζα λεπτοτέρα πρὸς τὸ πόρρω καὶ ἀεὶ σύνοξυς», Θεόφρ.).