τεσσαρακαιεικοσίπους

Revision as of 08:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[σῐ], πουν, gen. ποδος, in form τεττ-,    A twenty-four feet long, IG12.373.62.

Greek Monolingual

και αττ. τ. τετταρακαιεικοσίπους, -ουν, Α
αυτός που έχει μήκος είκοσι τεσσάρων ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσαρα + καί + εἴκοσι + πούς «πόδι»].