σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
Full diacritics: τεσσᾰρᾰκαιεικοσίπους | Medium diacritics: τεσσαρακαιεικοσίπους | Low diacritics: τεσσαρακαιεικοσίπους | Capitals: ΤΕΣΣΑΡΑΚΑΙΕΙΚΟΣΙΠΟΥΣ |
Transliteration A: tessarakaieikosípous | Transliteration B: tessarakaieikosipous | Transliteration C: tessarakaieikosipous | Beta Code: tessarakaieikosi/pous |
[σῐ], πουν, gen. ποδος, in form τεττ-, twenty-four feet long, IG12.373.62.
και αττ. τ. τετταρακαιεικοσίπους, -ουν, Α
αυτός που έχει μήκος είκοσι τεσσάρων ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσαρα + καί + εἴκοσι + πούς «πόδι»].