τριοπίς

Revision as of 09:08, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A v. τριοττίς.    II = ὄρνεόν τι, Phot. (s. v. l.); ζῷον ὅμοιον ἀκρίδι, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τριοπίς: ἴδε τριοττίς.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τριόφθαλμος
εἶναι ζῷον ὅμοιον ἀκρίδι
καὶ περιτραχήλιον τρεῖς ἔχον ὀφθαλμοὺς ὑαλοῦς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τριοττίς κατ' επίδραση του θ. οπ- του ὄπωπα, αν δεν πρόκειται για εσφ. τ.].