τριοπίς
English (LSJ)
A v. τριοττίς. II = ὄρνεόν τι, Phot. (s. v. l.); ζῷον ὅμοιον ἀκρίδι, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
τριοπίς: ἴδε τριοττίς.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τριόφθαλμος
εἶναι ζῷον ὅμοιον ἀκρίδι
καὶ περιτραχήλιον τρεῖς ἔχον ὀφθαλμοὺς ὑαλοῦς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τριοττίς κατ' επίδραση του θ. οπ- του ὄπωπα, αν δεν πρόκειται για εσφ. τ.].