τριχόβρως

Revision as of 09:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ,    A eating hair: hence τριχόβρωτες, = σῆτες or θρῖπες, moths, Ar.Ach.1111 (τριχοβρῶτες Poll.2.24; both accents admitted by Sch.Ar. l.c. (1110)).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχόβρως: -ωτος, ἢ τρῐχοβρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ βιβρώσκων τὰς τρίχας, τριχοφάγος· ἐντεῦθεν τριχόβρωτες, = σῆτες ἢ θρῖπες, «μόλιτσα», «βώτριδα», «σκόρος», ἀλλ’ οἱ τριχόβρωτες τοὺς λόφους μου κατέφαγον Ἀριστοφ. Ἀχ. 1111, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ., πρβλ. Πολυδ. Β΄, 24. - Ὁ Γ. Χατζιδάκις τονίζει τριχοβρὼς ὡς ὀρθότερον (Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 520).

French (Bailly abrégé)

ωτος (ὁ, ἡ)
qui mange les poils ; οἱ τριχόβρωτες sorte de teignes, insecte.
Étymologie: θρίξ, βιβρώσκω.

Greek Monolingual

-ωτος, ο, η, ΝΑ, και τριχοβρώς, -ῶτος, Α
αυτός που τρώει τις τρίχες
νεοελλ.
ιατρ. μεταδοτική πάθηση του τριχωτού της κεφαλής μικρών παιδιών οφειλόμενη σε παρασιτικό μύκητα
αρχ.
(κυρίως στον πληθ.) oἱ τριχόβρωτες και τριχοβρῶτες
οι σκόροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. παιδο-βρώς].

Greek Monotonic

τρῐχόβρως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που τρώει τρίχες, ο τριχοφάγος· απ' όπου, τριχόβρωτες = σῆτες ή θρῖπες, σκόρος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐχόβρως: ωτος и τρῐχοβρώς, ῶτος ὁ или ἡ шерстоед, т. е. моль Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριχόβρως -ωτος [θρίξ, βιβρώσκω] haar-vretend (motten).

Middle Liddell

τρῐχό-βρως, ωτος, ὁ, ἡ,
eating hair: hence τριχόβρωτες, = σῆτες or θρῖπες, moths, Ar.