τυροξόος

Revision as of 09:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον, (ξέω)    A scraping cheese, Sch.D ll.11.639.

Greek (Liddell-Scott)

τῡροξόος: -ον, (ξέω) ὁ ξέων τυρόν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 639, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς Λέξ. κνῆστις.

Greek Monolingual

-ον Α
(για πρόσ.) αυτός που ξύνει, που τρίβει τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -ξόος (< ξέω), πρβλ. λιθο-ξόος.