φευξασπίδιον

Revision as of 09:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A = πόλιον, Ps.-Dsc.3.110.

Greek (Liddell-Scott)

φευξασπίδιον: τό, φυτόν τι, = πόλιον, Διοσκ. 3. 124.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
είδος ποώδους πολυετούς φαρμακευτικού φυτού, το φυτό πόλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < φεύγω + ἀσπίδιον, ονομ. φυτού. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι αποτελεί αντίδοτο για το δηλητήριο τών ερπετών].