φλονῖτις

Revision as of 09:54, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ιδος, ἡ,    A = ὄνοσμα, golden drop, Onosma echioides, Ps.-Dsc.3.131.

German (Pape)

[Seite 1293] ιδος, ἡ, eine Pflanze, sonst ὄνοσμα genannt, auch φλομῖτις geschrieben, Diosc. – Vgl. φλόμος.

Greek (Liddell-Scott)

φλονῖτις: -ιδος, ἡ, ἕτερον ὄνομα τοῦ φυτοῦ ὅπερ συνήθως λέγεται ὄνοσμαὄνωνις, Διοσκ. 3. 137.

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, ΜΑ
πιθ. άλλη ονομασία για το φυτό ονωνίς ή όνοσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόνος, άλλος τ. του φλόμος + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. μηκων-ῖτις)].