φλόνος
From LSJ
Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl
English (LSJ)
ὁ, = φλόμος, Ps.-Dsc.4.103.
German (Pape)
[Seite 1293] ὁ, s. φλόμος.
Greek (Liddell-Scott)
φλόνος: ὁ, ἴδε φλόμος.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
βλ. φλόμος.