χαμαιάκτη

Revision as of 10:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A elder, Sambucus Ebulus, Ps.-Dsc.4.173, Plin. HN24.51.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιάκτη: ἡ, ἡ κατὰ γῆς ἀναπτυσσομένη ἀκτέα, κουφοξυλέα, Sambucus ebulus, «αὕτη χαμαιπετὴς οὖσα, ἐλάσσων ἐστὶ καὶ βοτανωδεστέρα, καυλὸν ἔχουσα τετράγωνον καὶ πολυγόνατον...» Διοσκ. 4. 172 (175). - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ, 554.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
λόγια, σήμερα, ονομασία του φυτού Sambucus nigra του γένους σαμπούκος, κν. γνωστού ως κουφοξυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + ἀκτέα / ἀκτῆ «είδος φυτού»].