χαμαιάκτη
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ἡ, elder, Sambucus Ebulus, Ps.-Dsc.4.173, Plin. HN24.51.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαιάκτη: ἡ, ἡ κατὰ γῆς ἀναπτυσσομένη ἀκτέα, κουφοξυλέα, Sambucus ebulus, «αὕτη χαμαιπετὴς οὖσα, ἐλάσσων ἐστὶ καὶ βοτανωδεστέρα, καυλὸν ἔχουσα τετράγωνον καὶ πολυγόνατον...» Διοσκ. 4. 172 (175). - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ, 554.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
λόγια, σήμερα, ονομασία του φυτού Sambucus nigra του γένους σαμπούκος, κν. γνωστού ως κουφοξυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + ἀκτέα / ἀκτῆ «είδος φυτού»].
German (Pape)
ἡ, die niedrig an der Erde hin wachsende ἀκτῆ, krautartiger Feldhollunder, Diosc.; sambucus ebulus Linn.