χαλίκρητος
English (LSJ)
ον, poet. for ἄκρατος, A unmixed, μέθυ Archil.78, A.R. 1.473; σπονδαί A.ap.Eust.1471.2 (v. Nauckad A.Fr.448); νᾶμα AP5.293.6 (Agath.).
Greek (Liddell-Scott)
χαλίκρητος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἄκρατος, ὁ μὴ κεκραμένος, μὴ μεμιγμένος ὕδατι, μέθυ Ἀρχίλ. 64· σπονδοὶ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 388· νᾶμα Ἀνθ. Παλατ. 5. 294, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ion. c. χαλίκρατος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) (για οίνο) άκρατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλις «άκρατος οίνος» + -κρητος / -κρᾶτος (< θ. κρᾱ- του κεράννυμι «αναμιγνύω»), πρβλ. εὔ-κρατος].
Greek Monotonic
χᾰλίκρητος: -ον, ποιητ. αντί ἄκρατος, αυτός που δεν είναι αναμεμιγμένος με νερό, σε Αρχίλ.