χρηματαγωγός

Revision as of 10:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

,    A money-carrier, PHib.1.110.52, al. (iii B. C.).

Greek Monolingual

, Α
υπάλληλος επιφορτισμένος με τη μεταφορά χρημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + ἀγωγός (πρβλ. δημ-αγωγός)].