ἀκήδεια

Revision as of 11:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ, (κῆδος)    A carelessness, indifference, in pl., Emp.136, A.R.2.219: sg., 3.260, Diog.Oen.24.    II in pl., anguish, A.R. 3.298 (Sch. πολυκηδείαισι).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκήδεια: ἡ, (ἀκηδήςἀμέλεια, ἀφροντισία, ἀδιαφορία, κατὰ πληθ. Ἐμπεδ. 441, Ἀπολλ. Ρόδ. 3, 298.

Greek Monolingual

ἀκήδεια, η (AM) ἀκηδής
αμέλεια, αδιαφορία
αρχ.
στον πληθ. αἰ ἀκήδειαι
φόβος, αγωνία.

Russian (Dvoretsky)

ἀκήδεια: ἡ беспечность, беззаботность Emped.