ἀλλόφωνος

Revision as of 11:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A speaking a foreign tongue, LXXEz.3.6, Hsch. s.v. ἀλλόθροος.

German (Pape)

[Seite 107] eine fremde Sprache redend, LXX.

Spanish (DGE)

-ον
de lengua extranjera LXX Ez.3.6, Hsch.s.u. ἀλλοθρόους.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλλόφωνος, -ον)
αυτός που μιλάει άλλη ξένη γλώσσα, ο αλλόγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + -φωνος < φωνή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοφωνία
μσν.
ἀλλοφωνώ].