ἀλλοδοξία

Revision as of 12:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

,    A mistaking of one thing for another, ib. 189b.    II revolutionary spirit, D.C.79.5.

German (Pape)

[Seite 103] ἡ, für ψευδὴς δόξα, Plat. Theaet. l 89 b u. Sp., wie D. Cass. 79. 5.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I equivocación por tomar una cosa por otra, confusión ἀλλοδοξίαν τινὰ οὖσαν φευδῆ φαμεν εἶναι δόξαν Pl.Tht.189b, ἀπορία καὶ ἀ. Plot.4.4.17.
II 1opinión diferente o contraria al régimen político, oposición καθηγεμὼν ... ἀλλοδοξίας D.C.79.5.3.
2 heterodoxia Ath.Al.M.26.532B, cf. M.26.369A.

Greek Monolingual

η (Α ἀλλοδοξία) ἀλλόδοξος
νεοελλ.
το να ανήκει κανείς σε άλλο θρησκευτικό δόγμα, η ετεροδοξία
αρχ.
σφαλερή γνώμη ή αντίληψη.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλοδοξία: ἡ неправильное мнение, заблуждение Plat.