ἀμορβεύω

Revision as of 12:32, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A follow, attend, c. dat., Nic.Fr.90:—Med., let follow, make follow, Id.Th. 349:—ἀμορβέω, Antim.23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμορβεύω: ἀκολουθῶ, ὑπηρετῶ, μετὰ δοτ., Νικ. Ἀποσπ. 35: - Μέσ., κάμνω ἢ ἀφίνω τινὰ νὰ ἀκολουθήσῃ, ὁ αὐτ. Θ. 349· ὁ Ἀντίμ. (15) παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. Δύμη ἔχει ἀμορβέω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀμορμεύω Zonar., EM 1103

• Prosodia: [ᾰ-]

• Morfología: [impf. iter. ἀμορβεύεσκεν Call.Fr.271]
1 seguir, acompañar σὺν δ' ἡμῖν ὁ πελαργὸς ἀμορβεύεσκεν ἀλοίτης Call.l.c., cf. Hsch.
de ahí cuidar c. dat., Nic.Fr.90.
2 v. med. cargar ἀμορβεύοντο λεπάργῳ δῶρα cargaron los regalos en un burro Nic.Th.349.

Greek Monolingual

ἀμορβεύω (Α) ἀμορβός
1. επιτηρώ, προσέχω
2. παθ. ακολουθώ, υπηρετώ.