ἀμύαλος

Revision as of 12:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον, for ἀμύελος,    A without marrow, Tab.Defix.Aud.162.19, cf. 168.31.

Spanish (DGE)

v. ἀμύελος.

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν έχει μυαλό, φρόνηση, άφρων, απερίσκεπτος, ασύνετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + μυαλό ή αρχ. ἀμύαλος < ἀμύελος < - στερ. + μυελὸς «χωρίς μυελόν».
ΠΑΡ. νεοελλ. αμυαλιά, αμυαλοσύνη, αμυάλωτος].

Greek Monolingual

ἀμύαλος, -ον (Α)
βλ. αμύελος.