ἀμύαλος
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English (LSJ)
ἀμύαλον, for ἀμύελος, without marrow, Tab.Defix.Aud.162.19, cf. 168.31.
Spanish (DGE)
v. ἀμύελος.
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που δεν έχει μυαλό, φρόνηση, άφρων, απερίσκεπτος, ασύνετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + μυαλό ή αρχ. ἀμύαλος < ἀμύελος < ἀ- στερ. + μυελὸς «χωρίς μυελόν».
ΠΑΡ. νεοελλ. αμυαλιά, αμυαλοσύνη, αμυάλωτος].