ἀνάπαυμα

Revision as of 12:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

poet. ἄμπ-, ατος, τό,    A repose, rest, μερμηράων Hes. Th.55; κακῶν ἄμπαυμα μεριμνέων Thgn.343; μόχθων Lyr.Oxy.9iii4; πλάτας E.Hyps.Fr.3iii14.    2 resting-place, APl.4.228 (Anyte); of a tomb, CIG4623 (Syria), cf. Epigr.Gr.453.3.    II fallow land, PTeb.115.3 (ii B. C.), PFay.112.4 (i A. D.).    2 the state of such land, ἐν ἀναπαύματι or ἀναπαύμασι PTeb.61a385 (ii B. C.), PLond. 3.1223.8 (ii A. D.), BGU1092.16 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 200] τό, die Ruhe, Erholung, Hes. ἄμπαυμα μερμηράων Th. 55; öfter bei sp. D., z. B. Anyt. 7 (Plan. 228).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπαυμα: ποιητ. ἄμπ-, ατος, τό, ἀνάπαυσις, ἡσυχία, λησμοσύνην τε κακῶν ἄμπαυμά τε μερμηράων Ἡσ. Θ. 55· κακῶν ἄμπαυμα μεριμνέων Θέογν. 343. 2) τόπος ἀναπαύσεως, ἀναπαυτήριον, Ἀνθ. Πλαν. 228· ἐπὶ τάφου, «ἑαυτῷ καὶ Παυλίνῃ γυναικὶ καὶ υἱοῖς καὶ φίλοις ἀνάπαυμα» Συλλ. Ἐπιγρ. 4623.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Alolema(s): poét. ἄμπ- Hes.Th.55, Thgn.343
I 1descanso, reposo, pausa c. gen. μερμεράων Hes.l.c., κακῶν Thgn.l.c., μόχθων Lyr.Adesp.8c, TAM 4.303, πλάτας E.Fr.1.3.13 Bond.
2 lugar de descanso, sitio para descansar, AP 16.228 (Anyt.), de una tumba CIG 4623 (Siria), cf. Epigr.Gr.453.3.
II 1barbecho ἐν ἀ[ναπ] αύ[μα] τι PTeb.61b.385 (II a.C.), PLond.3.1223.8 (II d.C.), BGU 1092.16 (IV d.C.).
2 campo en barbecho, PTeb.115.3 (II a.C.), PFay.112.4 (I d.C.).

Greek Monolingual

ἀνάπαυμα και ποιητ. ἄμπαυμα, το (Α) ἀναπαύω
1. ανάπαυση, διάλειμμα, ανακούφιση από κάτι
2. (για τάφους) τόπος αναπαύσεως
3. (για αγρούς) αγρανάπαυση.

Greek Monotonic

ἀνάπαυμα: ποιητ. ἄμπ-, -ατος, τό (ἀναπαύω),
1. ανάπαυλα, ξεκούραση, σε Ησίοδ.· μεριμνῶν, από τις έγνοιες, σε Θέογν.
2. μέρος ανάπαυσης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάπαυμα: поэт. ἄμπαυμα, ατος τό
1) отдых, передышка (μερμηράων Hes.);
2) место отдыха Anth.

Middle Liddell

ἀναπαύω
1. a repose, rest, Hes.; μεριμνῶν from cares, Theogn.
2. a resting-place, Anth.