αγρανάπαυση

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source

Greek Monolingual

η
1. η διακοπή της καλλιέργειας ενός αγρού για ορισμένο διάστημα, με σκοπό την ανάκτηση της παραγωγικότητας του
2. το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο διακόπτεται η καλλιέργεια.