ἀμφιθηγής

Revision as of 13:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A sharpened on both sides, two-edged, ξίφος S.Ant. 1309 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 139] zweischneidig, σάγαρις Philipp. 6 (VI, 94).

Spanish (DGE)

-ές de doble filo σάγαρις AP 6.94 (Phil.).

Greek Monolingual

ἀμφιθηγής, -ές (Α)
ο τροχισμένος και από τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -θηγής < θήγω].

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιθηγής: Anth. = ἀμφίθηκτος.