ἀναλείχω

Revision as of 13:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A lick up, τὸ αἷμα Hdt.1.74.

German (Pape)

[Seite 195] auflecken, Her. 1, 74 αἷμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλείχω: λείχω, «γλείφω», τὸ αἷμα ἀναλείχουσι ἀλλήλων Ἡρόδ. 1. 74 ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

essuyer en léchant.
Étymologie: ἀνά, λείχω.

Spanish (DGE)

lamer τὸ αἷμα ἀναλείχουσι ἀλλήλων Hdt.1.74.

Greek Monolingual

ἀναλείχω)
γλείφω
νεοελλ.
1. ποθώ να φάω κάτι νόστιμο, ξερογλείφομαι, λιγουρεύομαι
2. αναδίδω υγρασία
3. (για νερό) ρέω σε ελάχιστη ποσότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + λείχω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναλειχάδα].

Greek Monotonic

ἀναλείχω: μέλ. -ξω, γλείφω, τὸ αἷμα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναλείχω: слизывать (τὸ αἷμα Her.).

Middle Liddell

to lick up, τὸ αἷμα Hdt.