ἀνοργάζω

Revision as of 13:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

lit.    A knead up: in Pass., ἀνωργασμένον σῶμα relaxed, Hp.Int.21.    II toss, dandle, παιδία Hsch. (nisi ad ἀνορταλίζειν spectat).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοργάζω: ἀναζυμώνω, πλάσσω, κοινῶς «πλάθω», μαλάσσω, ἵνα γοῦν ἀνωργασμένον (κοιν. ὡργισμένον) τὸ σῶμα ᾖ πρὸς τὴν φαρμακοποσίην (Ἱππ. 543. 51) = ἀναμεμαλαγμένον· ― «τὸ δὲ μαλάξαι λέγουσι πολλάκις ἀνοργάσαι» Ψελλ. ἐν Ἀνεκδ. Βοασσ. τ. 3. 225, 440. ― ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀνοργάζειν· ἀνακινεῖν».

Spanish (DGE)

1 relajar ἵνα ἀνοργασμένον τὸ σῶμα ᾖ Hp.Int.21.
2 mecer, acunar Hsch.

Greek Monolingual

ἀνοργάζω (Α) οργάζω
ξαναζυμώνω, μαλάσσω.