ἀνερείδω
English (LSJ)
A prop up, rest a thing on, τὸ πρόπσωπον τῇ χειρί dub. in Aristaenet.1.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνερείδω: ὑποστηρίζω, στηρίζω τι ἐπί τινος, τί τινι, τὸ πρόσωπον ἡδέως ἀνερείδουσα τῇ χειρί, ἀμφίβολ. παρ’ Ἀρισταιν. 1. 22, ἀντὶ ἐνερείδουσα.
Spanish (DGE)
apoyar τὸ πρόσωπον ἡδέως ἀνερείδουσα τῇ χειρί Aristaenet.1.22.41, cf. Hsch.s.u. ἀναχραύω.