ἀνερείδω

From LSJ

θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστίαloyalty dies and disloyalty is born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνερείδω Medium diacritics: ἀνερείδω Low diacritics: ανερείδω Capitals: ΑΝΕΡΕΙΔΩ
Transliteration A: anereídō Transliteration B: anereidō Transliteration C: anereido Beta Code: a)nerei/dw

English (LSJ)

prop up, rest a thing on, τὸ πρόπσωπον τῇ χειρί dub. in Aristaenet.1.22.

Spanish (DGE)

apoyar τὸ πρόσωπον ἡδέως ἀνερείδουσα τῇ χειρί Aristaenet.1.22.41, cf. Hsch.s.u. ἀναχραύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνερείδω: ὑποστηρίζω, στηρίζω τι ἐπί τινος, τί τινι, τὸ πρόσωπον ἡδέως ἀνερείδουσα τῇ χειρί, ἀμφίβολ. παρ’ Ἀρισταιν. 1. 22, ἀντὶ ἐνερείδουσα.