ἀφρόγαλα

Revision as of 16:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ακτος, τό,    A frothed milk, Gal.10.468.

German (Pape)

[Seite 415] τό, zu Schaum gerührte Milch, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφρόγαλα: ακτος, τό, τὸ καὶ νῦν οὕτω καλούμενον, Γαλην.

Spanish (DGE)

-ακτος, τό
espuma de leche especie de batido c. uso medic., Gal.10.468.

Greek Monolingual

και αφρόγαλο, το (Α ἀφρόγαλα)
η κρούστα από βούτυρο που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, το καϊμάκι
νεοελλ.
το εκλεκτότερο τμήμα ενός πράγματος, ο αφρός.