βούτυρο

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539

Greek Monolingual

το (AM βούτυρον, το και βούτυρος, ο)
το προϊόν που λαμβάνεται με απόδαρση γάλακτος ή κορυφής (κρέμας) ή μίγματός τους είτε όπως έχουν είτε μετά από οξίνιση διά της βιολογικής και μόνον οδού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + τυρός. Η λ. απαντά κυρίως ως ουδ. βούτυρον, αλλά υπάρχει και παράλληλος τ. βούτυρος, που διατηρεί το γένος του τυρός (πρβλ. βούσταθμον, βούσταθμος). Το λατ. būtӯrum είναι δάνειο από την Ελληνική και χρησιμοποιείται αρχικά στη γλώσσα της ιατρικής. Από το λατ. εισάχθηκε στις γερμανικές γλώσσες (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. butera) καθώς και στις ρωμανικές. Πρβλ. και τα νεώτερα αγγλ. butter, γερμ. Butter, γαλλ. beurre].