καϊμάκι

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

το
1. λεπτό πηχτό σώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, ανθόγαλα, αφρόγαλα, κρέμα
2. το πυκνό αφρώδες επίστρωμα που σχηματίζεται κατά το βράσιμο του ελληνικού καφέ
3. μτφ. το καλύτερο μέρος κάθε πράγματος, ο αφρός, το άνθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kaymak].