ἄλογχος

Revision as of 16:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

(A), ον,    A without lances or weapons, ἄ. ἀνθέων στρατός Chaerem.10.   II of a spear, without a head, Hsch., EM 70.36.
ἄλογχος (B), ον, (λογχή,    A = λῆξις) unlucky, opp. εὔλογχος (q.v.), sc. ἡμέρα, prob. l. in Democr. ap. Gem.Calend.8.

German (Pape)

[Seite 108] ohne Spitze, ohne Lanzen, Chaeremon bei Ath. XIII, 608 e, Herm. em. für ἄλοχος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλογχος: -ων, ὁ μὴ ἔχων λόγχας ἢ ὄπλα· ἀλ. ἀνθέων στρατός, Χαιρεμ. παρ’ Ἀθ. 608Ε.

Spanish (DGE)

-ον
(quizá error por ἄλογος C III) infausto ἡμέρα Democr.B 14.3.
-ον
1 sin lanzas στρατὸς ἀνθέων ἄ. Chaerem.10.
2 sin punta de hierro δόρυ Hsch., como propio de los tracios EM 932.

Greek Monolingual

ἄλογχος, -ον (Α)
1. ο χωρίς λόγχες, χωρίς όπλα
2. (για το ίδιο το δόρυ) το δίχως αιχμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -λογχος < λόγχη.