ἄλογχος
English (LSJ)
(A), ον, A without lances or weapons, ἄ. ἀνθέων στρατός Chaerem.10. II of a spear, without a head, Hsch., EM 70.36.
ἄλογχος (B), ον, (λογχή, A = λῆξις) unlucky, opp. εὔλογχος (q.v.), sc. ἡμέρα, prob. l. in Democr. ap. Gem.Calend.8.
German (Pape)
[Seite 108] ohne Spitze, ohne Lanzen, Chaeremon bei Ath. XIII, 608 e, Herm. em. für ἄλοχος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλογχος: -ων, ὁ μὴ ἔχων λόγχας ἢ ὄπλα· ἀλ. ἀνθέων στρατός, Χαιρεμ. παρ’ Ἀθ. 608Ε.
Spanish (DGE)
-ον
(quizá error por ἄλογος C III) infausto ἡμέρα Democr.B 14.3.
-ον
1 sin lanzas στρατὸς ἀνθέων ἄ. Chaerem.10.
2 sin punta de hierro δόρυ Hsch., como propio de los tracios EM 932.
Greek Monolingual
ἄλογχος, -ον (Α)
1. ο χωρίς λόγχες, χωρίς όπλα
2. (για το ίδιο το δόρυ) το δίχως αιχμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -λογχος < λόγχη.