ἐβένινος

Revision as of 16:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

η, ον,    A of ebony, δίφρος CIG3071 (Teos), cf. Str.15.1.54, Peripl.M.Rubr.36, PMag.Berol.1.279.

German (Pape)

[Seite 700] von Ebenholz, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐβένινος: -η, -ον, ἐξ ἐβένου, Συλλ. Ἐπιγρ. 3071, ἴδε Berkel. εἰς Στέφ. Β. 248Β.

Spanish (DGE)

-η, -ον

• Alolema(s): ἐβελ- Ps.Callisth.1.1B

• Grafía: graf. ἐβένν- PMag.1.279, Cosm.Ind.Top.2.50, ἐβέλλ- PMasp.6ue.90 (VI d.C.)
de ébano, δίφρος CIG 3071.10 (Teos II a.C.), σκυτάλιον ID 1417A.1.164 (II a.C.), cf. Str.15.1.54, ξύλα Peripl.M.Rubri 36, cf. Alch.Fr.Pap.3.39, ῥάβδος PMag.l.c., Cosm.Ind.l.c., Ps.Callisth.1.1B, καμψίον PMasp.l.c.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐβένινος, -η, -ον
Μ και ἐβέλ(λ)ινος, -η, -ον)
ο κατασκευασμένος από ξύλο εβένου («εβένινα έπιπλα»)
νεοελλ.
μαύρος και στιλπνός («εβένινα μαλλιά»).