ἐννῆμαρ

Revision as of 18:21, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Ep. Adv.    A for nine days, Il.1.53, al.

German (Pape)

[Seite 847] adv., neun Tage lang, Il. 1, 53.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννῆμαρ: Ἐπικ. ἐπίρρ., ἐπὶ ἐννέα ἡμέρας, Ἰλ. Α. 53, κ. ἀλλ.· περὶ τοῦ ἐννέα ὡς ἱεροῦ ἀριθμοῦ, ἴδε ἐν λ. ἐννέα.

French (Bailly abrégé)

adv.
pendant neuf jours.
Étymologie: ἐννέα, ἦμαρ.

English (Autenrieth)

nine days long.

Spanish (DGE)

adv. durante nueve días ἐ. μὲν ἀνὰ στρατὸν ᾤχετο κῆλα θεοῖο, τῇ δεκάτῃ ... Il.1.53, ἐ. ξείνισσε καὶ ἐννέα βοῦς ἱέρευσεν Il.6.174, ἐ. δ' ἐς τεῖχος ἵει ῥόον Il.12.25, ἐ. δὴ νεῖκος ἐν ἀθανάτοισιν ὄρωρεν Il.24.107, cf. Od.7.253, ἐ. ... πλέομεν νύκτας τε καὶ ἦμαρ Od.10.28
no incluyendo las noches Λητὼ δ' ἐ. τε καὶ ἐννέα νύκτας h.Ap.91, cf. h.Cer.47.

Greek Monolingual

ἐννήμαρ (Α)
επίρρ. επί εννέα ημέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + ήμαρ «ημέρα», με συναίρεση ή, κατ' άλλους, < ενF ήμαρ < θ. ενF- (βλ. εννέα) + ήμαρ].

Greek Monotonic

ἐννῆμαρ: Επικ. επίρρ., αυτός που διαρκεί επί εννιά μέρες, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐννῆμαρ: adv. в течение девяти дней Hom.

Middle Liddell

epic adv. for nine days, Il.