ἐνῆμαι

Revision as of 18:28, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

used as pf. of ἐνέζομαι,    A to be seated in, ἵν· ἐνήμεθα πάντες Od. 4.272, cf. Theoc. 22.44; θάκοις . . ἐνήμενοι E.Fr.795

German (Pape)

[Seite 840] (s. ἧμαι), darin sitzen; ἵν' ἐνήμεθα πάντες, im trojanischen Pferde, Od. 4, 272; ἔνθα, Theocr. 22, 44; θάκοις ἐνήμενοι Eur. Phil. fr. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνῆμαι: κυρίως πρκμ. τοῦ ἐνέζομαι, κάθημαι ἔν τινι, ἵν᾿ ἐνήμεθα πάντες Ὀδ. Δ. 272, πρβλ. Θεόκρ. 22. 44· θάκοις... ἐνήμενοι Ε’ὐρ. Ἀποσπ. 793.

French (Bailly abrégé)

sans autres temps;
être assis ou établi dans ou sur.
Étymologie: ἐν, ἧμαι.

Greek Monolingual

ἐνῆμαι (Α)
(παρακμ. του ἐνέζομαι) κάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι.

Greek Monotonic

ἐνῆμαι: κυρίως παρακ. του ἐνέζομαι, κάθομαι μέσα, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

properly perf. of ἐνέζομαι
to be seated in, Od.