ἐπάλειμμα

Revision as of 18:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾰλ], ατος, τό,    A unguent, ἐκζεμάτων Dsc.1.43.4, cf. Inscr.Prien.112.90, al. (i B.C.), Michel544.20 (Themisonium, ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 897] τό, das Daraufgeschmierte, Salbe.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάλειμμα: τό, ἀλοιφή, ἐκζεμάτων ἐπάλειμα Δισκ. 1. 53, ἐν τέλει, Ἐπιγρ. Σηστοῦ, Μουσ. καὶ Βιβλ. Σμυρν. 1878, σ. 20, 22.

Greek Monolingual

το (Α ἐπάλειμμα) επαλείφω
ό,τι επαλείφεται σε μια επιφάνεια, αλοιφή, επίχρισμα (α. «επάλειμμα ασβέστη» β. «ἐκζεμάτων έπάλειμμα», Διοσκ.).