ἐπάμερος
English (LSJ)
[ᾱ], ον, Dor. and Aeol. for ἐφήμερος, Pi.P.8.95, Theoc. 30.31: neut. ἐπάμερον, as Adv., A = αὐθημερον, IG4.800 (Troezen).
German (Pape)
English (Slater)
Greek Monolingual
ἐπάμερος, -ον και ἐπαμέριος, -ον (Α)
δωρ. και αιολ. τ. αντί εφήμερος
πρόσκαιρος («ἐπάμεροι
τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾱς ὄναρ ἄνθρωπος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμέρα, δωρ. τ. του ημέρα].
Russian (Dvoretsky)
ἐπάμερος: (ᾱ) дор. Pind. = ἐφήμερος.